ασκόρπιστος

ασκόρπιστος
-η, -ο
αυτός που δε σκορπίστηκε, δε σπαταλήθηκε άσκοπα: Απ' όσα κληρονόμησε τίποτε δεν άφησε ασκόρπιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασκόρπιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει διασκορπιστεί 2. εκείνος που δεν έχει σπαταληθεί …   Dictionary of Greek

  • αδιάχυτος — η, ο (Α ἀδιάχυτος, ον) [διαχέω] αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται αρχ. 1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο 2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος 3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος 4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός 5. το ουδ. ως ουσ. τό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”